τσουνί

τσουνί
το
1. μίσχος φύλλου ή καρπού δέντρου, κοτσάνι.
2. μτφ., το πέος βρέφους ή μικρού παιδιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσούνι — το, Ν καθένα από τα ξυλάκια με τα οποία παίζεται το παιχνίδι τσούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουνί με αλλαγή τόνου] …   Dictionary of Greek

  • τσουνί — το, Ν 1. μίσχος, κοτσάνι φύλλου ή καρπού 2. συνεκδ. πέος αγοριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κύων, κυνός, μέσω ενός υποκορ. *κυνίον με τσιτακισμό και διατήρηση τής αρχ. προφοράς τού υ ] …   Dictionary of Greek

  • τσουνάτη — η, Ν (τσουνί] ποικιλία ελιάς …   Dictionary of Greek

  • τσούνα — η, Ν πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουνί + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. καλύβ α)] …   Dictionary of Greek

  • τσούνια — η, Ν [τσούνι] παιχνίδι κατά το οποίο οι παίκτες προσπαθούν με μια ξύλινη σφαίρα να ρίξουν κάτω πέντε ξυλάκια με κωνοειδές σχήμα, τα οποία είναι όρθια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”